- απορητικός
- ἀπορητικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοίοι Σκεπτικοί* φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπορητικός — inclined to doubt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορητικός — ή, ό αυτός που κλίνει στην απορία, την αβεβαιότητα, την αμφιβολία: Οι οπαδοί του φιλόσοφου Πύρρωνα λέγονταν στην αρχαιότητα απορητικοί ή σκεπτικοί (σκεπτικιστές) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορητικώτερον — ἀπορητικός inclined to doubt adverbial comp ἀπορητικός inclined to doubt masc acc comp sg ἀπορητικός inclined to doubt neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικῶν — ἀπορητικός inclined to doubt fem gen pl ἀπορητικός inclined to doubt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικόν — ἀπορητικός inclined to doubt masc acc sg ἀπορητικός inclined to doubt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικαί — ἀπορητικός inclined to doubt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικοῖς — ἀπορητικός inclined to doubt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικοί — ἀπορητικός inclined to doubt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικοῦ — ἀπορητικός inclined to doubt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορητικούς — ἀπορητικός inclined to doubt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)